διατιμητής

διατιμητής
ο (Μ διατιμητής)
νεοελλ.
αυτός που ως όργανο τής αρμόδιας αρχής καθορίζει τις τιμές τών εμπορευμάτων
μσν.
εκτιμητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διατιμητήν — διατιμητής appraiser masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατιμητῶν — διατιμητής appraiser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατιμητάς — διατιμητά̱ς , διατιμητής appraiser masc acc pl διατιμητά̱ς , διατιμητής appraiser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοψηφιστής — ἰσοψηφιστής, ὁ (Α) ο διατιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψηφιστής (< ψηφίζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ισόψιστος — ἰσόψιστος, ὁ (Α) ο διατιμητής …   Dictionary of Greek

  • κηνσίτωρ — κηνσίτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. εκτιμητής, διατιμητής τών κτημάτων προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γῆν μετρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censitor] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”